αμετάθετος

αμετάθετος
-η, -ο
επίρρ.
1. αυτός που δε μετακινείται, αμετατόπιστος: Ο πίνακας αυτός χρόνια τώρα είναι αμετάθετος.
2. (για υπαλλήλους), αυτός που μένει στη θέση του: Όλα του τα χρόνια υπηρέτησε αμετάθετος στον τόπο του.
3. το ουδ. ως ουσ., το αμετάθετο η ιδιότητα του αμετάθετου: Πολύς λόγος γίνεται για το αμετάθετο των επισκόπων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀμετάθετος — unalterable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμετάθετος — η, ο (AM ἀμετάθετος, ον) [μετατίθημι] αυτός που δεν μεταβάλλει θέση, που δεν μετατοπίζεται, και αυτός που δεν είναι δυνατόν να μετατοπιστεί, αμετακίνητος, σταθερός νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το αμετάθετο …   Dictionary of Greek

  • ἀμεταθέτως — ἀμετάθετος unalterable adverbial ἀμετάθετος unalterable masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμετάθετον — ἀμετάθετος unalterable masc/fem acc sg ἀμετάθετος unalterable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμεταθέτοις — ἀμετάθετος unalterable masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμεταθέτου — ἀμετάθετος unalterable masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμεταθέτους — ἀμετάθετος unalterable masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμεταθέτων — ἀμετάθετος unalterable masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμεταθέτῳ — ἀμετάθετος unalterable masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμετάθετα — ἀμετάθετος unalterable neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”